- διαμαγνητισμός
- Ιδιότητα ορισμένων ουσιών να αποκτούν, υπό την επίδραση ενός εξωτερικού μαγνητικού πεδίου, μια μαγνήτιση εξ επαγωγής, με φορά αντίθετη προς τη φορά του μαγνητικού πεδίου. Η ιδιότητα αυτή δεν εξαρτάται από τη θερμοκρασία και γίνεται εμφανέστερη όσο ισχυρότερο είναι το μαγνητικό πεδίο. Το φαινόμενο είναι ασθενέστατο και διαπιστώθηκε για πρώτη φορά για το βισμούθιο από τον Άγγλο φυσικό και χημικό Μάικλ Φαραντέι. Από τα πιο γνωστά διαμαγνητικά μέταλλα, εκτός από το βισμούθιο, είναι το αντιμόνιο, ο υδράργυρος, ο χρυσός και ο άργυρος. Τα αέρια είναι συνήθως διαμαγνητικά, με σημαντική εξαίρεση το οξυγόνο, που είναι παραμαγνητικό. Ο δ. είναι μια γενική ιδιότητα όλων των σωμάτων, αλλά επειδή είναι ασθενούς φύσης, καλύπτεται σε πολλά σώματα από άλλα ισχυρότερα μαγνητικά φαινόμενα, όπως ο παραμαγνητισμός και ο σιδηρομαγνητισμός. Η θεωρητική ερμηνεία αυτού του φαινομένου αποτελεί, συνεπώς, θεμελιώδες μέρος των σύγχρονων θεωριών του μαγνητισμού.
Dictionary of Greek. 2013.